ΑΚΟΥΣΑΤΕ! ΑΚΟΥΣΑΤΕ!


Τα νέα μας:

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ! ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣ ΚΑΛΗ ΠΡΟΟΔΟ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ!

Παραμύθι, μύθι μύθι το κουκί και το ρεβίθι! (Νύτσατσε η Μπούμπα)

Ένα από τα πρότζεκτ που φέτος θα υλοποιήσει η τάξη μας θα αφορά τα παραμύθια. Ο τίτλος του προγράμματος:

"Νύτσατσε η Μπούμπα"

κλεμμένος από παραμύθι του τόπου μας, του ορεινού χωριού Πολύδροσο (πρώην Βλαχώρι) Θεσπρωτίας. Το παραμύθι ολόκληρο δεν καταφέραμε να το μάθουμε, μόνο τη φράση για την Μπούμπα και την πληροφορία πως λεγόταν στα μικρά παιδιά που δεν ήθελαν να πάνε για ύπνο. Έτσι και φτιάξαμε το δικό μας παραμύθι με τον ίδιο τίτλο:

ΝΥΤΣΑΤΣΕ Η ΜΠΟΥΜΠΑ, ΝΥΤΣΑΤΣΑ ΚΙ ΕΓΩ


Bronzino: Τζιοβάνι των Μεδίκων

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα χαριτωμένο και μοσχαναθρεμμένο παιδάκι. Ζούσε με τους γονείς του σε ένα αγρόκτημα και μεγάλωνε όμορφα, με παιγνίδια και χαρές.

Μια μέρα που έπαιζε ευτυχισμένο και αθώο στον κήπο, είδε μια μικρή κατακόκκινη πεταλούδα.


- Στάσου να σε πιάσω! είπε το παιδάκι και άπλωσε τα στρουμπουλά του δαχτυλάκια.

Η πεταλουδίτσα ούτε που του έδωσε σημασία. Εξάλλου οι πεταλουδίτσες δεν ξέρουν τη γλώσσα των ανθρώπων.

Το παιδάκι παράτησε τα παιγνίδια του και βάλθηκε να κυνηγά τη μικρή πεταλούδα. Έτρεχε εκείνη από λουλούδι σε λουλούδι, έτρεχε και το παιδάκι.

Ούτε που κατάλαβε πως άφησε πίσω τον κήπο των γονιών του και βγήκε έξω στη μεγάλη δημοσιά. Τα ματάκια του έβλεπαν μόνο την πεταλούδα και η λαχτάρα του να την πιάσει επιτέλους, το έκανε να ξεχνά κάθε τι άλλο.

Λίγο πιο κάτω άρχιζαν τα σταροχώραφα. Η πεταλούδα τρύπωσε να ξεκουραστεί πάνω σε ένα σιταράκι. Τρύπωσε και το παιδί.

- Σ' έπιασαααααα, φώναξε.

Μα η πεταλούδα, σαν πεταλούδα, πρόλαβε και πάλι να πετάξει μακριά.

Έτρεχαν τώρα μέσα στα σιταράκια, που με γλυκό θρόισμα χάιδευαν τον μικρούλη και του ψιθύριζαν:

- Πού πας; Η μαμά σου θα σε ψάχνει. Γύρνα στο σπίτι σου, γύρνα στην αγκαλιά της μανούλας σου.

Ο μικρούλης όμως δεν ήξερε τη δική τους γλώσσα. Και συνέχιζε να κυνηγάει την κόκκινη πεταλούδα και να την παρακαλάει:

- Στάσου, πεταλουδίτσα μου, στάσου να σε τσακώσω, δε σα σου τσαλακώσω κασόλου τα φτελά.

Η πεταλούδα δε σταμάτησε. Κι όταν τα σταροχώραφα τελείωσαν, χώθηκε στο μεγάλο δάσος.



Πέταγε από ξέφωτο σε ξέφωτο παίζοντας με τις ακτίνες και ψάχνοντας για τα μικρά λουλουδάκια του δάσους.

Η ώρα περνούσε. Και οι ακτίνες όλο και λιγόστευαν. Ώσπου χάθηκαν τελείως και χάθηκε και η πεταλουδίτσα.

Αποκαμωμένο το παιδάκι έγειρε στη ρίζα ενός μεγάλου δέντρου. Ποτέ δεν είχε ξαναβρεθεί στο δάσος. Και δεν ήξερε τι είναι το δάσος. Και μάλιστα ένα δάσος τη νύχτα.

Μέσα στο γλυκό σούρουπο πουλάκια κελαϊδούσαν. Κι έλεγαν κι αυτά, στη δική τους γλώσσα:

- Γύρνα στο σπίτι σου, μικρούλη. Το δάσος δεν είναι μέρος για παιδάκια.

Εκείνος όμως δεν ήξερε ούτε τη γλώσσα των πουλιών. Η μανούλα του μόνο τη γλώσσα των ανθρώπων προσπαθούσε να του μάθει. Του έδειχνε το φαγάκι και του έλεγε:

- Μαμ, μαμ.

Μαμ, έλεγε και το παιδάκι και έτρωγε ευχαριστημένο το νόστιμο φαγάκι της μαμάς του, σίγουρο πως έτσι λένε το φαγάκι γιατί το φτιάχνει η μαμ-ά. Κι έπειτα άνοιγε τόοοοοοσα τα μικρά του χεράκια και την αγκάλιαζε τρισευτυχισμένο:

- Σ' αγαπώ, μαμ-ά! έλεγε.

Κι εκείνη το έπνιγε στα φιλιά και στα χάδια.

Τώρα όμως η μανούλα του δεν ήταν εδώ. Κι αυτό κρύωνε και πεινούσε και τα ποδαράκια του πονούσαν από το τόσο τρέξιμο.

Γύρισε και κοίταξε τα πουλάκια.

- Τσίου, τσίου, πού είναι η μαμά μου; τα ρώτησε.

Και τότε τα πουλάκια, του ξαναείπαν: "Τσίου, τσίου" και κούνησαν τις φτερουγίτσες του πολύ ανήσυχα.

Ένα πουλάκι μάλιστα, με χρυσαφί ράμφος και κατακόκκινη λαιμουδιά, κατέβηκε από το κλαδί του και τρύπωσε στο μικρό χεράκι του παιδιού.

- Έλα, του είπε, πάμε να σου δείξω το δρόμο. Εγώ θα σε πάω στη μαμά σου. Δεν πρέπει να μείνεις άλλο εδώ.

- Τσίου, τσίου, κελάηδησε πάλι το παιδάκι. Κι ήταν πολύ χαρούμενο που είχε ένα ολόκληρο πουλάκι δικό του.

Ξαφνικά ένας θόρυβος ακούστηκε πίσω του. Τα ξερά φύλλα έτριζαν κρατς κρουτς κι αν το παιδάκι ήξερε τη γλώσσα των φύλλων, θα καταλάβαινε πως του φώναζαν τρομαγμένα να φύγει γρήγορα, όσο είναι καιρός.

Το παιδάκι δεν ήξερε τη γλώσσα των φύλλων. Γύρισε αθώα το κεφαλάκι του και τότε είδε κάτι που δεν είχε ξαναδεί...



Μια τίγρη. Μια αληθινή τίγρη.

Στεκόταν μέσα στις φυλλωσιές και κοίταγε με τα μεγάλα της μάτια το μικρό παιδάκι.

Εκείνο όμως δεν ήξερε τι είναι η τίγρη. Δεν ήξερε καν πως τη λένε τίγρη.

Το θηρίο κούνησε την ουρά του. Και η γατούλα τους είχε ουρά. Και την κουνούσε πέρα δώθε κάθε φορά που η μαμά της έβαζε φαγάκι.

- Μαμ, μαμ, είπε το παιδάκι στην τίγρη.

Και τα πεινασμένα του ματάκια κοίταγαν γύρω τριγύρω να βρουν το φαγητό. Αχ, και να είχε τώρα λίγο φαγάκι. Και το κρεβατάκι του να είχε. Να χωθεί κάτω από τις ζεστές του κουβερτούλες και να κλείσει τα ματάκια του. Και η μαμά να του τραγουδάει εκείνα τα όμορφα τραγουδάκια που μόνο εκείνη ήξερε να λέει.

Η μανούλα του όμως δεν ήταν τώρα εδώ. Και μόνο αυτό το ζωάκι με την κίτρινη γούνα και τις μαύρες ρίγες στεκόταν εκεί μπροστά του.

Η τίγρη τότε άνοιξε το τεράστιο στόμα της.

Το παιδάκι δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλο στόμα. Ακόμη και το στόμα του παππού, όταν κουρασμένος έγερνε στη μεγάλη πολυθρόνα και χασμουριόταν, ήταν μικρότερο.

- Νύτσατσε η μπούμπα; Ακούστηκε η φωνούλα του παιδιού.

Και τα πουλάκια όλα σώπασαν. Σώπασαν και τα ξερά φύλλα. Και μόνο το μικρό πουλάκι με το χρυσαφένιο ράμφος και την κόκκινη λαιμουδιά, φτερούγισε ξαφνικά και χάθηκε στο σκοτάδι.

- Νύτσατσα κι εγώ, ξαναείπε το παιδάκι.

Κι έκλεισε τα ματάκια του...

_______________________________

ΓΡΑΨΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Τι νομίζεις ότι έγινε μετά; [...] 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παραμύθι της Μπούμπας είναι από τη συλλογή "ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΡΗΣ", και βασίζεται σε λαϊκές παραδόσεις της περιοχής Πολυδρόσου Θεσπρωτίας, στην Ήπειρο. Συγκεκριμένα με τη φράση "Νύτσατσε η μπούμπα, νύτσατσα κι εγώ", προσπαθούσαν οι μεγάλοι να πείσουν τα πιτσιρίκια εκείνης της εποχής να πάνε στο κρεβατάκι τους και να κοιμηθούν. Το παραμύθι που έλεγαν τότε οι γιαγιάδες έχει ξεχαστεί στις μέρες μας, μιλούσε πάντως σίγουρα για μία "μπούμπα" που συνάντησε κάποιο παιδάκι...

Οι δύο τελευταίοι πίνακες είναι του Ρουσσώ, όχι του παιδαγωγού, του ζωγράφου Henri Rousseaux (1844-1910), του θεμελιωτή της ναΐφ τεχνοτροπίας. Το παρατσούκλι του ήταν ο Τελώνης, λόγω του κυριότερου επαγγέλματός του.

Ο Ρουσσώ ήταν ως άνθρωπος αρκετά αφελής, και συνήθιζε με την ίδια αφέλεια να διηγείται και διάφορες φανταστικές ιστορίες για τη ζωή του. Ένας παραμυθάς δηλαδή και του λόγου και του χρωστήρα, όπως μαρτυρούν οι πίνακές του.

Αξίζει να πούμε ότι ο τελευταίος πίνακας, που έχει τίτλο: "Έκπληξη! Τίγρις"! ενέπνευσε στο Λουΐ Βοξέλ τον όρο της ζωγραφικής "φοβισμός", από το φοβ = άγριο θηρίο στα γαλλικά.


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΘΗΤΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΕΤΑΡΤΑΚΙΑ: http://tetartaki.blogspot.gr/2010/01/blog-post_05.html

Με αφορμή λοιπόν αυτό το παραμύθι που μόνο μία του φράση έφτασε σε μας αλλά και ένα υπέροχο βιωματικό εργαστήρι που διοργανώνεται φέτος στα Ιωάννινα για τους εκπαιδευτικούς με τίτλο "Παραμύθια, μύθοι και όνειρα",  συν το γεγονός ότι η τάξη μας έχει παιδιά έξι ετών και που λατρεύουν ακριβώς γι' αυτό τα παραμύθια,  σκεφτήκαμε να εντάξουμε το παραμύθι στα προγράμματα που θα υλοποιήσουμε φέτος σε συνεργασία και με την υπεύθυνη των Σχολικών Δραστηριοτήτων της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Θεσπρωτίας, κ. Ειρήνη Παπαχρήστου.

Ήδη στην τάξη από τις πρώτες μέρες εκμεταλλευτήκαμε τη φάση προετοιμασίας των μαθητών στο μάθημα της Γλώσσας και διαβάσαμε κιόλας τα πρώτα παραμύθια. Καθώς σκεφτόμαστε να εντάξουμε στο πρόγραμμα και έρευνα και καταγραφή παραμυθιών του τόπου μας προτιμήσαμε ως πρώτη πηγή παραμυθιών να αξιοποιήσουμε τα βιβλία του μεγάλου λαογράφου και ακαδημαϊκού, Γεωργίου Μέγα. Συγκεκριμένα τη συλλογή του Ελληνικά Παραμύθια  και που στηρίζεται στην καταγραφή παραμυθιών της λαϊκής μας παράδοσης. Παραθέτουμε ένα από αυτά που το έχουμε ήδη διαβάσει στην τάξη:


ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ - ΕΚΛΟΓΗ Γ. Α. ΜΕΓΑ

ΕΙΚΟΝΕΣ ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΡΑΛΛΗ ΚΟΨΙΔΗ
ΕΚΔΟΤΑΙ Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ - ΑΘΗΝΑΙ
Σειρά Πρώτη - Δωδέκατη έκδοση - σελ. 27


Ο ΚΑΒΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΔΙ


Μια φορά κ' έναν καιρό ένα φίδι κατέβηκε στην ακρογιαλιά κι αντάμωσε έναν κάβουρα και του είπε:

- Καημένε κάβουρα, θέλω να κάμω έναν θαλασσινό από σας κουμπάρο, να κατεβαίνω καμιά φορά να τρώω κανένα θαλασσινό, κ' εκείνος πάλι, άμα θέλη, να έρχεται στη φωλιά μου να τρώη κανένα χορταράκι τρυφερό. Ε, τι λες; θέλεις να γίνωμε κουμπάροι;

Και ο κάβουρας, αφού σκέφθηκε, σκέφθηκε,

- Ας γίνουμε, του λέγει.

Τότε δώσανε τα χέρια και αμέσως καθήσανε να φάνε. Του έφερε ο κάβουρας διάφορα θαλασσινά, γαρίδες και χορτάρια της θάλασσας.

Άμα τέλειωσε το φαγί, το φίδι ήρθε στο κέφι και όλο "γεια σου κουμπάρε" και "γεια σου κουμπάρε" και αγκάλιαζε τον κακόμοιρο τον κάβουρα.

Ο κουμπάρος ο κάβουρας, σαν ντρεπότανε και λίγο, του έλεγε όμως:

- Πολύ με σφίγγεις, κουμπάρε.

- Μα σ' αγαπώ, κουμπάρε, του έλεγε το φίδι.

Πάλι σε λιγάκι:

- Γεια σου κουμπάρε, και όλο τον έσφιγγε.


.

- Μα πολύ με σφίγγεις, κουμπάρε, και θα σκάσω.

Και το φίδι, που είχε το σκοπό του:

- Μα δε μπορώ, κουμπάρε, σ' αγαπάω.

- Κ' εγώ σ' αγαπάω, κουμπάρε, απαντούσεν ο κάβουρας, μα έβλεπε που δεν πηγαίνανε καλά` το φίδι όλο τον έσφιγγε, όσο πήγαινε, και δεν τον απόλαε καθόλου. 

Πάλι σε λιγάκι τον έσφιξε τόσο, που ο κάβουρας απελπίσθηκε και γυρίζει και του βάνει τις δαγκούνες του στο λαιμό, και τότε πια τον απόλυκε το φίδι και απλώθηκε στη φωλιά του κάβουρα, όσο μακρύ ήτανε. Τότε του είπεν ο κάβουρας:

- Να, έτσι είναι καλά! Ίσια κουμπάρε, όχι με μάζωνες να με πνίξης!

_______________

ΥΓ Η ορθογραφία ακολούθησε το κείμενο του βιβλίου, εκτός του πολυτονικού συστήματος τονισμού. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου